αποπληρώνω

αποπληρώνω
κ. -πλερώνω (AM ἀποπληρώ, -όω)
μσν.- νεοελλ.
εξοφλώ οφειλή, ξεπληρώνω
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς
2. ικανοποιώ, εκτελώ
3. προσφέρω ικανοποίηση, ευχαριστώ κάποιον
4. ολοκληρώνω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποπληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξεπληρώνω, εξοφλώ: Δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”